- άκτυπος
- ἄκτυπος, -ον (Μ) [κτύπος]αυτός που δεν βγάζει θόρυβο, ο αθόρυβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκτύπως — ἄκτυπος noiseless adverbial ἄκτυπος noiseless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτυπον — ἄκτυπος noiseless masc/fem acc sg ἄκτυπος noiseless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτύποις — ἄκτυπος noiseless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτυπα — ἄκτυπος noiseless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτυπί — ἀκτυπί επίρρ. (AM) [ἄκτυπος] χωρίς χτύπο, αθόρυβα … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek